- μονόυλος
- μονόῡλος, ον, ([etym.] ὕλη)A consisting of one matter, [φύσις] Zos.Alch. p.112 B.2 entirely solid, opp. ὀπῶδες, Sever.Clyst.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόυλος — μονόϋλος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο υλικό, από μία μόνο ύλη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) ο εξ ολοκλήρου στερεός, συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + υλος (< ὕλη)] … Dictionary of Greek
μονούλων — μονόυλος consisting of one matter masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek